θαλασσεύς

θαλασσεύς

θαλασσεύς, , der Fischer, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσεύς — θαλασσεύς, έως, ό (Α) [θάλασσα] αλιεύς …   Dictionary of Greek

  • θαλασσεύς — fisherman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττεύς — θαλασσεύς , θαλασσεύς fisherman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττῆς — θαλασσῆς , θαλασσεύς fisherman masc nom pl θαλασσῆς , θαλασσεύς fisherman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσεύω — (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) [θαλασσεύς] βρίσκομαι στη θάλασσα («νῆες... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.) αρχ. 1. ταξιδεύω διά θαλάσσης 2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα τής νεὼς μέρη», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ ναυτικές… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσῇ — θαλασσῆι , θαλασσεύς fisherman masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”