- θαλασσό-μοθος
θαλασσό-μοθος, mit dem Meere kämpfend, Nonn. D. 39, 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσό-μοθος, mit dem Meere kämpfend, Nonn. D. 39, 370.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίμοθος — ὀψίμοθος, ον (Α) αυτός που μπαίνει καθυστερημένα σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + μόθος «μάχη» (πρβλ. θαλασσό μοθος)] … Dictionary of Greek
υγρόμοθος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μόθος «συμπλοκή, μάχη» (πρβλ. θαλασσό μοθος)] … Dictionary of Greek
θαλασσόμοθος — θαλασσόμοθος, ον (Α) αυτός που αγωνίζεται με τα κύματα («κύματα τέμνων χερσὶ θαλασσομόθοισιν», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μόθος «θόρυβος της μάχης»] … Dictionary of Greek