- θαλπνός
θαλπνός, erwärmend, erhitzend, οὐδὲν ϑαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπνός, erwärmend, erhitzend, οὐδὲν ϑαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπνός — θαλπνός, ή, όν (Α) [θάλπω] αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θαλπνός — warming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπνότερον — θαλπνός warming adverbial comp θαλπνός warming masc acc comp sg θαλπνός warming neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνός — ή, ό (AM γαλαθηνός, ή, όν) (για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη , θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) νο ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός,… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
θαλπεινός — θαλπεινός, ή, όν (Α) [θάλπος] θαλπνός … Dictionary of Greek