- θαλπεινός
θαλπεινός, warm, E. M. 479, 22. S. ϑαλπνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπεινός, warm, E. M. 479, 22. S. ϑαλπνός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλπεινός — θαλπεινός, ή, όν (Α) [θάλπος] θαλπνός … Dictionary of Greek
θαλπεινόν — θαλπεινός masc acc sg θαλπεινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπεινοῦ — θαλπεινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπεινή — θαλπεινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)