θαλπωρή

θαλπωρή

θαλπωρή, , Erwärmung, Hesych. ϑάλψις. Gew. übertr., Erquickung, Stärkung des Gemüthes, Ermuthigung, Trost u. Hoffnung, οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη ϑαλπωρή, Il. 6, 411, vgl. 10, 223 Od. 1, 167; ϑαλπωραί Tryphiod. 128.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλπωρῇ — θαλπωρή warming fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρή — warming fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θαλπωρή — η 1. ζεστασιά ήπια και ευχάριστη. 2. μτφ., ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα: Οικογενειακή θαλπωρή. 3. συναίσθημα που γεννιέται απ αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα, εμψύχωση: Ένιωσε θαλπωρή με τα παρηγορητικά λόγια που άκουσε. 4. περίθαλψη: Δε βρήκε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλπωραί — θαλπωρή warming fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρῆς — θαλπωρή warming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρήν — θαλπωρή warming fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρά — θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc/acc dual θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως …   Dictionary of Greek

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”