λαβίδιον

λαβίδιον

λαβίδιον, τό, dim. von λαβίς, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβίδιον — λαβίδιον, τὸ (Α) [λαβίς] 1. μικρή λαβίδα, τσιμπίδι 2. μικρή λαβή …   Dictionary of Greek

  • λαβιδίου — λαβίδιον pair of tweezers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβιδίῳ — λαβίδιον pair of tweezers neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”