θαμβήτειρα

θαμβήτειρα

θαμβήτειρα, , die in Staunen u. Furcht Setzende, von den Erinyen, Orph. Arg. 970.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

  • θαμβήτειραι — θαμβήτειρα the fearful one fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”