- λαβδακισμός
λαβδακισμός, ὁ, = λαμβδακισμός?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβδακισμός, ὁ, = λαμβδακισμός?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβδακισμός — ο (Α λαβδακισμός) [λαβδακίζω] 1. η συχνή χρήση τού λ 2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά τού φθόγγου Λ, ως υγρού ως γ ή παχέος ως διπλού λλ ή τού φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό … Dictionary of Greek