- λαβαντίς
λαβαντίς, ίδος, ἡ, sp. Name für Lavendel, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβαντίς, ίδος, ἡ, sp. Name für Lavendel, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβαντίδα — λαβαντίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαράκι — το 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι 2. (στον πληθ. ως κύρ. όν.) τα Θυμαράκια συχνά ως τοπωνύμιο 3. μτφ. φρ. α) «στα θυμαράκια» στο νεκροταφείο β) «είναι για τα θυμαράκια» είναι ετοιμοθάνατος 4. ιδιωμ. ονομασία τού φυτού λαβαντίς, η αγριολεβάντα.… … Dictionary of Greek
στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… … Dictionary of Greek