-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
ιμαντοτόμος — ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατασκευάζει ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek
καλαμότομος — καλαμότομος, ον (Α) (για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμό τομος, υλό τομος] … Dictionary of Greek
φυλλοτόμος — ο / φυλλοτόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες σχηματίζουν στοές στα φύλλα διαφόρων δένδρων αρχ. αυτός που κόβει, που τρυπάει τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. δρυ τόμος,… … Dictionary of Greek
μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
ομφαλοτόμος — ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, ον, Α και ὀμφαλοτόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή τού ομφάλιου λώρου μσν. αρχ. αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος… … Dictionary of Greek
οξυτόμος — ὀξυτόμος, ον (Α) κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
πετροτόμος — ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
πτερυγοτόμος — ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
ριζοτόμος — ο / ῥιζοτόμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο εργαλείο για την αποκοπή ριζών || (μσν. αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση (α. «ῥιζοτόμος καὶ ἀγύρτης», Λουκ. β. «ῥιζοτόμοι … Dictionary of Greek
συριγγοτόμος — ο / συριγγοτόμος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο συριγγοτόμος και το συριγγοτόμο χειρουργικό μαχαιρίδιο με το οποίο διενεργείται η συριγγιοτομία μσν. αρχ. (για χειρουργικό εργαλείο) αυτός που τέμνει τα συρίγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ,… … Dictionary of Greek