- λαιμο-τόμητος
λαιμο-τόμητος, = λαιμότμητος, Eur. Hec. 207, l. d.; vgl. Lob. zu Phyrn. 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμο-τόμητος, = λαιμότμητος, Eur. Hec. 207, l. d.; vgl. Lob. zu Phyrn. 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek