- λαιμο-πέδη
λαιμο-πέδη, ἡ, Halsfessel, a) Schlinge zum Vogelsang, ἄρκυν – λαιμοπέδαν γεράνων, Antp. Sid. 17 (VI, 109). – b) Halsband der Hunde, σκυλάκων, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμο-πέδη, ἡ, Halsfessel, a) Schlinge zum Vogelsang, ἄρκυν – λαιμοπέδαν γεράνων, Antp. Sid. 17 (VI, 109). – b) Halsband der Hunde, σκυλάκων, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμοπέδη — λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α) 1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός 2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη] … Dictionary of Greek