λαγαρός

λαγαρός

λαγαρός (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωϑεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσϑαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγαρός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό καθαρός, διαυγής (για υγρά): Λαγαρό κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγαρά — λαγαρός hollow neut nom/voc/acc pl λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc/acc dual λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτερον — λαγαρός hollow adverbial comp λαγαρός hollow masc acc comp sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρῶν — λαγαρός hollow fem gen pl λαγαρός hollow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρόν — λαγαρός hollow masc acc sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτατα — λαγαρός hollow adverbial superl λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτατον — λαγαρός hollow masc acc superl sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαραί — λαγαρός hollow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαροῖς — λαγαρός hollow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”