λαγαρότης

λαγαρότης

λαγαρότης, ητος, ἡ, die Schmächtigkeit, Dünnheit, ὁπλίζειν τε ἅμα καὶ τῇ λαγαρότητι μὴ ἐμποδίζειν τοὺς δρόμους, Heliod. 9, 15. – Vom Verse sagt Eust. 1464, 68 λαγαρότητα ἔπαϑε, wenn er in der Mitte eine Kürze statt der Länge hat. S. λαγαρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγαρότης — slackness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητα — λαγαρότης slackness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητι — λαγαρότης slackness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητος — λαγαρότης slackness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητα — η (Α λαγαρότης, ητος) νεοελλ. [λαγαρός] η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές αρχ. 1. χαλαρότητα, ατονία 2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”