- λαγύνιον
λαγύνιον, τό, dim. von λάγυνος, Diphil. bei Poll. 10, 72 u. Ath. XI, 499 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγύνιον, τό, dim. von λάγυνος, Diphil. bei Poll. 10, 72 u. Ath. XI, 499 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγύνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγυνίοις — λαγύνιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγυνίων — λαγύνιον neut gen pl λαγυνίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγυνίῳ — λαγύνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγύνια — λαγύνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… … Dictionary of Greek
λαγύνι — το (Α λαγύνιον) βλ. λαγήνι … Dictionary of Greek
τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ … Dictionary of Greek