- θεο-μήτωρ
θεο-μήτωρ, ορος, ἡ, Gottes Mutter, K. S.; – auch Rhea, Göttermutter, Nonn. D. 25, 334.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-μήτωρ, ορος, ἡ, Gottes Mutter, K. S.; – auch Rhea, Göttermutter, Nonn. D. 25, 334.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγεμονομήτωρ — η μητέρα ηγεμόνα ή βασιλιά, η βασιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. βασιλο μήτωρ, Θεο μήτωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θεομήτωρ — η (AM θεομήτωρ) (για την Παναγία) η μητέρα τού θεού, η θεοτόκος αρχ. η μητέρα τών θεών, η Ρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. α μήτωρ, παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek
κυριομήτωρ — κυριομήτωρ, ορος, ἡ (Μ) η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ, πατρο μήτωρ] … Dictionary of Greek
λιπομήτωρ — λιπομήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχασε τη μητέρα του, ορφανός από μάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ, τρός), πρβλ. θεο μήτωρ) … Dictionary of Greek
μονομήτωρ — μονομήτωρ, όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α) ορφανός από μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
μουσομήτωρ — μουσομήτωρ, ορος, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Μνήμης) η μητέρα τών Μουσών, από την οποία πηγάζουν οι μουσικές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μήτωρ (< μήτηρ) πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
οινομήτωρ — οἰνομήτωρ, ορος, ἡ (Α) (για την άμπελο) η μητέρα τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μητωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
προμήτωρ — ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α 1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ τού ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.) νεοελλ. η προγιαγιά αρχ. 1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς… … Dictionary of Greek
πρωτομήτωρ — ορος, ἡ, Μ η πρώτη μητέρα («Εὔα πρωτομήτωρ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
σιδηρομήτωρ — ορος, ἡ, Α η μητέρα τού σιδήρου, αυτή που παράγει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek
υδατομήτωρ — ορος, ἡ, Μ η μητέρα τών νερών («ὑδατομήτωρ πηγή», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek