- θεο-μήστωρ
θεο-μήστωρ, ορος, ὁ, göttlicher Rathgeber, Aesch. Pers. 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-μήστωρ, ορος, ὁ, göttlicher Rathgeber, Aesch. Pers. 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
χαλκεομήστωρ — ορός, ὁ, Α 1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος ἰσχυρόφρονος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι μήστωρ, θεο μήστωρ] … Dictionary of Greek
πολυμήστωρ — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Θράκης, που είχε νυμφευθεί την κόρη του Πριάμου Ιλιόνη. Όταν ο Πρίαμος είδε να πλησιάζει η καταστροφή της Τροίας, έστειλε τον γιο του Πολύδωρο να μείνει με τον Π., ώσπου να γίνει άνδρας… … Dictionary of Greek
θεομήστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Τριήραρχος. Καταγόταν από τη Σάμο και πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σπαρτιατών. Για τη βοήθειά του αυτή οι Πέρσες τον διόρισαν τύραννο της Σάμου. * * * θεομήστωρ, ορός, ὁ (Α) 1. αυτός που … Dictionary of Greek