θεο-μῑσής

θεο-μῑσής

θεο-μῑσής, ές, gottverhaßt, Plat. Rep. X, 612 c, Ggstz ϑεοφιλής, u. öfter; Ar. Av. 1548 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομισής — θεομισής, ές (Α) 1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.) 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής, φανερο μισής] …   Dictionary of Greek

  • φανερομισής — ές,και φανερόμισος, ον, Α αυτός τού οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + μισής / μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο μισής] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”