λιθο-εργής

λιθο-εργής

λιθο-εργής, ές, zu Stein machend, versteinernd, Medusa, Opp. Cyn. 3, 222.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] …   Dictionary of Greek

  • ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… …   Dictionary of Greek

  • λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

  • μυλοεργής — μυλοεργής, ές (Α) κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

  • πυροεργής — ές, Α αυτός που εργάζεται στη φωτιά ή αυτός που εργάζεται με τη βοήθεια τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”