λιθο-εργός

λιθο-εργός

λιθο-εργός, dasselbe, Γοργώ, Diosc. 14 (VI, 126); der Steinarbeiter, Man. 1, 77.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυροεργός — λυροεργός, όν (Α) αυτός που παίζει λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο εργός, λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • νοσοεργός — νοσοεργός, όν (Α) αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, ξυλο εργός] …   Dictionary of Greek

  • χαριεργός — όν, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, φιλ εργός) …   Dictionary of Greek

  • μιτοεργός — μιτοεργός, όν (Α) (για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή τού στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • σκοτοεργός — όν, Α αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + εργός (< έργον*), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • σοροεργός — όν, Α σοροπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • τυλοεργός — ὁ, Α κατασκευαστής μαξιλαριών ή στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη «στρώμα, μαξιλάρι» + εργός (<ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • φονοεργός — όν, Μ αυτός που διαπράττει φόνο, φονικός («ἐκ παλαμῶν φονοεργῶν», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] …   Dictionary of Greek

  • λιθοεργός — λιθοεργός, όν (Α) 1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο 2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) *. + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”