- λιθο-κρήδεμνος
λιθο-κρήδεμνος, mit Steinen umkränzt, umgeben, ἐρίπνη, Coluth. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-κρήδεμνος, mit Steinen umkränzt, umgeben, ἐρίπνη, Coluth. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαγκρήδεμνος — μελαγκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο 2. σκοτεινός, μαύρος («μελαγκρήδεμνος ὁμίχλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος» (πρβλ. κυανο κρήδεμνος, λιθο κρήδεμνος)] … Dictionary of Greek