- λιθο-τόμος
λιθο-τόμος, Steine hauend, brechend, – τὸ λιϑοτόμον, ein Instrument zum Ausschneiden des Blasensteins, Medic. – Aber λιϑότομος, aus Stein gehauen, geschnitten, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-τόμος, Steine hauend, brechend, – τὸ λιϑοτόμον, ein Instrument zum Ausschneiden des Blasensteins, Medic. – Aber λιϑότομος, aus Stein gehauen, geschnitten, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοτόμος — λαοτόμος, ον (Α) 1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες 2. λατόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
λατόμος — ο (AM λατόμος) αυτός που εργάζεται σε λατομείο, που εξορύσσει λίθους, κν. νταμαρτζής («ὀγδοήκοντα χιλιάδες λατόμων ἐν τῷ ὄρει», ΠΔ) (μσν. αρχ.) λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek
μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
σκυτοτόμος — ο, ΝΑ 1. αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη 2. υποδηματοποιός ή διορθωτής παλαιών υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῡτος «κατεργασμένο δέρμα» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λίθο τόμος] … Dictionary of Greek
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
νεκροτόμος — ο (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
ξυλοτόμος — ο (Α ξυλοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοτόμος ο υλοτόμος, ο ξυλοκόπος αρχ. αυτός που κόβει ξύλα («πέλεκυν ἔχοντας ξυλοτόμον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] … Dictionary of Greek
πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] … Dictionary of Greek
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
λαιοτομώ — λαιοτομῶ, έω (Α) θερίζω σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαῖα (τά) «σπαρτά» + τομῶ (< τομος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τομώ, λιθο τομώ] … Dictionary of Greek