θελητός

θελητός

θελητός, gewollt, gewünscht, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελητός — θελητός, ή, όν (AM) [θέλω] επιθυμητός μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θελητόν η επιθυμία, το θέλημα. επίρρ... θελητῶς (Α) εκουσίως, θεληματικά …   Dictionary of Greek

  • θελητός — wished for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητόν — θελητός wished for masc acc sg θελητός wished for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητή — θελητός wished for fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητῶς — θελητός wished for adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητῷ — θελητός wished for masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητά — θελητά̱ , θελητής one who wills masc nom/voc/acc dual θελητής one who wills masc voc sg θελητής one who wills masc nom sg (epic) θελητός wished for neut nom/voc/acc pl θελητά̱ , θελητός wished for fem nom/voc/acc dual θελητά̱ , θελητός wished for …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελητῶν — θελητής one who wills masc gen pl θελητός wished for fem gen pl θελητός wished for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Валентин и валентиниане — Валентин, самый значительный гностический философ и один из гениальнейших мыслителей всех времен, родом из Египта, жил в первой половине II го века; прибыл в Рим при папе Гигине в 140 г., стал знаменит при Пие I и дожил до времени папы Аникиты.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μονοθέλητος — μονοθέλητος, ον (ΑΜ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία θέληση μσν. φρ. «μονοθέλητον δόγμα» το δόγμα τών μονοθελητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θέλητος < θέλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”