- θελητικός
θελητικός, wollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελητικός, wollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελητικός — θελητικός, ή, όν (AM) [θελητής] αυτός που ανήκει στη θέληση, που έχει τη δύναμη τής θελήσεως … Dictionary of Greek