θελξί-πικρος

θελξί-πικρος

θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελξίπικρος — θελξίπικρος, ον (Α) αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + πικρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”