θεο-μίσητος

θεο-μίσητος

θεο-μίσητος, dasselbe, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομίσητος — η, ο (AM θεομίσητος, ον) αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιο μίσητος, λαο μίσητος] …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θεοεχθρία — θεοεχθρία, ή (Α) 1. η έχθρα κατά τού θεού 2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εχθρία (< εχθρός)] …   Dictionary of Greek

  • θεομισής — θεομισής, ές (Α) 1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.) 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής, φανερο μισής] …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • θεοχολωτούμαι — θεοχολωτοῡμαι, έομαι (Μ) [θεοχόλωτος] είμαι μισητός στον θεό …   Dictionary of Greek

  • θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”