- θεο-ξένιος
θεο-ξένιος, ὁ, Beiw. des Apollo u. des Hermes; τὰ ϑεοξένια, ein ihnen gefeiertes Fest, Paus. 7, 27, 2; Schol. Pind. Ol. 9, 146; vgl. Ath. IX, 372 a u. Plut. S. N. V. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-ξένιος, ὁ, Beiw. des Apollo u. des Hermes; τὰ ϑεοξένια, ein ihnen gefeiertes Fest, Paus. 7, 27, 2; Schol. Pind. Ol. 9, 146; vgl. Ath. IX, 372 a u. Plut. S. N. V. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοξένιος — θεοξένιος, ό (Α) 1. επίθ. τού Απόλλωνος στην Πελλήνη 2. ονομασία μήνα στους Δελφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ξένιος «προστάτης τής φιλοξενίας» (< ξένος «φιλοξενούμενος»)] … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek