θεο-δίδακτος

θεο-δίδακτος

θεο-δίδακτος, von Gott gelehrt, N. T., K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… …   Dictionary of Greek

  • θεοδίδακτος — η, ο (AM θεοδίδακτος, ον) αυτός που διδάχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. α δίδακτος, αυτο δίδακτος] …   Dictionary of Greek

  • μητροδίδακτος — μητροδίδακτος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μητροδίδακτος παρωνύμιο τού Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”