- θεο-δέγμων
θεο-δέγμων, ον, Gott aufnehmend; ϑῶκος Ep. ad. 680 (VII, 363); πηγή, d. i. göttlich, Archestr. bei Ath. VII, 320 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-δέγμων, ον, Gott aufnehmend; ϑῶκος Ep. ad. 680 (VII, 363); πηγή, d. i. göttlich, Archestr. bei Ath. VII, 320 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδέγμων — ον (AM θεοδέγμων, ον) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε θεό (α. «θεοδέγμων θώκος» θρόνος στον οποίο κάθησε ο θεός β. «θεοδέγμων λαός» ο λαός που δέχθηκε τον θεό, που πίστεψε σ αυτόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο δέγμων, οικο … Dictionary of Greek
κυμοδέγμων — κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, όνος (Α) (ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, οικο δέγμων] … Dictionary of Greek
μυροδέγμων — μυροδέγμων, ον (Μ) (για σκεύη) αυτός που δέχεται τα μύρα, ο μυροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, οικο δέγμων] … Dictionary of Greek
νεκροδέγμων — νεκροδέγμων, ον (Α) αυτός που δέχεται τους νεκρούς («Ἅιδου τού νεκροδέγμονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, κυμο δέγμων] … Dictionary of Greek
οικοδέγμων — οἰκοδέγμων, όνος, ὁ (Α) αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, νεκρο δέγμων] … Dictionary of Greek
πολυδέγμων — ον, Α 1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά 2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά 3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων προσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο… … Dictionary of Greek