θεο-δέκτωρ

θεο-δέκτωρ

θεο-δέκτωρ, Gott aufnehmend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοδέκτωρ — θεοδέκτωρ, ὁ, ἡ (Μ) θεοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. οικο δέκτωρ, προ δέκτωρ] …   Dictionary of Greek

  • οικοδέκτωρ — οἰκοδέκτωρ, ορος, ὁ (Α) πλανήτης στην επικράτεια τού οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέκτωρ] …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”