θεο-μανής

θεο-μανής

θεο-μανής, ές, durch die Götter rasend, wahnsinnig gemacht, Eur. Ion 1402; στύγος, rasender Haß der Götter, Aesch. Spt. 653; πότμος, λύσσα, durch die Götter erregte Raserei, Eur. Or. 79. 843.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομανής — ές (Α θεομανής, ές) αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάνην), πρβλ. γυναι μανής,… …   Dictionary of Greek

  • ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] …   Dictionary of Greek

  • ζηλομανής — ζηλομανής, ές (Α) ο μανιώδης από ζηλοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής)] …   Dictionary of Greek

  • θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… …   Dictionary of Greek

  • θρησκομανής — ές θρησκόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • καρπομανής — καρπομανής, ές (Α) αυτός που παράγει πολλούς καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + μανής (< μαίνομαι «είμαι θυμωμένος, τρελαίνομαι»), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής] …   Dictionary of Greek

  • μουσομανής — μουσομανής, ές (Α) λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο μανής, νυμφο μανής] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • πονηρομανής — ές, Μ (λεγόταν κυρίως για τον θεό) αυτός που οργίζεται με όσους κάνουν πονηριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μεγαλο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”