θελκτήριος

θελκτήριος

θελκτήριος, ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; ϑελκτηρίους μύϑους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος ϑελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῠϑοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • θελκτήριος — enchanting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρίους — θελκτήριος enchanting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτήριοι — θελκτήριος enchanting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρία — θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc/acc dual θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρίων — θελκτήριον charm neut gen pl θελκτήριος enchanting fem gen pl θελκτήριος enchanting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτήριον — charm neut nom/voc/acc sg θελκτήριος enchanting masc acc sg θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοθελκτήριος — αὐτοθελκτήριος, ον (Μ) [θελκτήριος] αυτός που είναι κατεξοχήν θελκτικός, μαγευτικός …   Dictionary of Greek

  • θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… …   Dictionary of Greek

  • θελκτηρίοις — θελκτήριον charm neut dat pl θελκτήριος enchanting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”