θελκτήριον

θελκτήριον

θελκτήριον, τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνϑα δέ οἱ ϑελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν ϑελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα ϑεῶν ϑελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ ϑελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων ϑελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς ϑελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελκτήριον — charm neut nom/voc/acc sg θελκτήριος enchanting masc acc sg θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρίοις — θελκτήριον charm neut dat pl θελκτήριος enchanting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρίων — θελκτήριον charm neut gen pl θελκτήριος enchanting fem gen pl θελκτήριος enchanting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτηρίῳ — θελκτήριον charm neut dat sg θελκτήριος enchanting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτήρια — θελκτήριον charm neut nom/voc/acc pl θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • θέλκτρον — θέλκτρον, το (Α) [θέλγω] θελκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. τρον, πρβλ. μάκ τρον, πλήκ τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)] …   Dictionary of Greek

  • τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”