θελκτήρ

θελκτήρ

θελκτήρ, ῆρος, ὁ, der beschwichtigt, lindert, ὀδυνάων H. h. 15, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελκτήρ — θελκτήρ, ὁ (Α) [θέλγω] αυτός που καταπραΰνει κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • θελκτῆρ' — θελκτῆρα , θελκτήρ soother masc acc sg θελκτῆρι , θελκτήρ soother masc dat sg θελκτῆρε , θελκτήρ soother masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτῆρι — θελκτήρ soother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτῆρος — θελκτήρ soother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • θέλκτωρ — θέλκτωρ, ό (Α) [θέλγω] θελκτήρ* …   Dictionary of Greek

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • πανθέλκτειρα — ἡ, Α αυτή που θέλγει τους πάντες («πανθέλκτειρα ἡμερίς», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θελκτήρ + κατάλ. ειρα] …   Dictionary of Greek

  • dhelgh-, dhelg- (?) —     dhelgh , dhelg (?)     English meaning: to hit     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”??     Material: O.E. dolg n., O.H.G. tolc, tolg, dolg n. “wound” (“*blow, knock”), O.N. dolg n. “enmity”, dolgr “fiend”, dylgja “enmity”, wherefore probably N …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”