- θεο-πλάστης
θεο-πλάστης, ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πλάστης, ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπλάστης — θεοπλάστης, ὁ (Α) 1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών 2. ο θείος δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] … Dictionary of Greek
λογοπλάστης — λογοπλάστης, ὁ (Μ) αυτός που επινοεί ή δημιουργεί λέξεις, γλωσσοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάστης(< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
μυθοπλάστης — ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης) αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός νεοελλ. ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
χαλκοπλάστης — ο, ΝΑ χαλκουργός νεοελλ. γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
κοσμοποιός — κοσμοποιός, oν (ΑM) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός ο πλάστης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιός, θεο ποιός] … Dictionary of Greek
πρωτοκτίστης — ὁ, ΜΑ μσν. (ιδίως για τον θεό) ο πρώτος πλάστης, ο δημιουργός αρχ. ο πρώτος ιδρυτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κτίστης (< κτίζω)] … Dictionary of Greek