- θεο-ποίητος
θεο-ποίητος, von Gott gemacht, Isocr. 7, 62; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-ποίητος, von Gott gemacht, Isocr. 7, 62; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός … Dictionary of Greek
θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] … Dictionary of Greek
ημιποίητος — ἡμιποίητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος κατά το ήμισυ, ο μισοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποίητος (< ποιώ), πρβλ. ανεκ ποίητος, θεο ποίητος] … Dictionary of Greek
πατροποίητος — και πατροπόητος και πατροφοίητος, ον, Α αυτός που έγινε σαν πατέρας κάποιου, θετός πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποίητος (< ποιητός < ποιῶ), πρβλ. θεο ποίητος] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek