- θεο-πολέω
θεο-πολέω, nach VLL. auch ϑεηπολέω, Plat. Legg. X, 909 d, ein Priester sein, Tim. erkl. ϑεῶν εἰκόνας ἔχοντα περιπολεῖν, ἀργύριον εἰςπρασσόμενον, also wie die μητραγύρται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-πολέω, nach VLL. auch ϑεηπολέω, Plat. Legg. X, 909 d, ein Priester sein, Tim. erkl. ϑεῶν εἰκόνας ἔχοντα περιπολεῖν, ἀργύριον εἰςπρασσόμενον, also wie die μητραγύρται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.