- λειμωνιάς
λειμωνιάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνιάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνιάς — λειμωνιάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λειμώνιος … Dictionary of Greek
λειμωνιάς — meadow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνίας — λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem acc pl λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιά — λειμωνιάς meadow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιάδας — λειμωνιάς meadow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιάδες — λειμωνιάς meadow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιάδων — λειμωνιάς meadow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνιάσιν — λειμωνιάς meadow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… … Dictionary of Greek