- λειμωνόθεν
λειμωνόθεν, von der Wiese her, Il. 24, 451; λειμωνόϑε, Theocr. 7, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνόθεν, von der Wiese her, Il. 24, 451; λειμωνόϑε, Theocr. 7, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνόθεν — και λειμωνόθε (Α) επίρρ. από το λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ουρανό θεν, χειμωνό θεν)] … Dictionary of Greek
λειμωνόθεν — from a meadow indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμωνόθε — λειμωνόθεν from a meadow indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek