λειμωνιάτης

λειμωνιάτης

λειμωνιάτης, , ein grasgrüner Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ειμωνιάτης — λειμωνιάτης, ὁ (Α) φρ. «λειμωνιάτης λίθος» λίθος με πράσινο χρώμα σαν τού λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ιάτης (πρβλ. κοπ ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • λειμωνιάτην — λειμωνιάτης meadow masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”