- λινό-κροκος
λινό-κροκος, von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-κροκος, von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόκροκος — ον, Α υφασμένος με κόκκινο νήμα («φοινικόκροκον ζώναν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κροκός (< κροκή [Ι] «υφάδι, κλωστή, νήμα»), πρβλ. λινό κροκος] … Dictionary of Greek