- λινό-ϋφος
λινό-ϋφος, Leinwand webend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-ϋφος, Leinwand webend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύυφος — εὔυφος, ον (Μ) ευυφής, καλά υφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφος (< ύφος), πρβλ. λινό υφος, ορθό υφος] … Dictionary of Greek
πέπλυφος — και πιθ. τ. πεπλόϋφος, ὁ, Α ο υφαντής πέπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. λινό υφος] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
λίνυφος — λίνυφος, ον και λινυφής, ές (Α) 1. λινοϋφής 2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό υφος, ταπίδ υφος] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] … Dictionary of Greek
παρυφής — ές, ΜΑ 1. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός που έχει παρυφή, ο παρυφασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρυφές η παρυφή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. λινο ϋφής] … Dictionary of Greek
πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] … Dictionary of Greek