λινόζωστις

λινόζωστις

λινόζωστις, , eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λινόζωστις — λινοζῶστις mercury fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινόζωστις — ζώστις, ώστεως και ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ζωστις (< ζώννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • λινοζώστει — λινοζῶστις mercury fem nom/voc/acc dual (attic epic) λινοζώστεϊ , λινοζῶστις mercury fem dat sg (epic) λινοζῶστις mercury fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοζώστιος — λινοζῶστις mercury fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινόζωστιν — λινοζῶστις mercury fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • θηλυγόνος — ο (Α θηλυγόνος, ον) 1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους 2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν) φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γόνος (<… …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λινόζωστος — η, ο (Α λινόζωστος, ον) (για πλοία) δεμένος με λινά σχοινιά αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινόζωστος η λινόζωστίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ζωστος (< ζώννυμι), πρβλ. ά ζωστος, εύ ζωστος] …   Dictionary of Greek

  • παρθένιο(ν) — το, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα 2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία αρχ. 1. κορίτσι, κοριτσόπουλο 2. το φυτό ελιξίνη 3. το φυτό λινόζωστις 4. είδος άλλου φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος.… …   Dictionary of Greek

  • σκυλολάχανο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού, γνωστού με την λόγια ονομασία λινόζωστις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”