- λινό-σπερμον
λινό-σπερμον, Leinsaamen, Sp., wie Schol. Nic. Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-σπερμον, Leinsaamen, Sp., wie Schol. Nic. Al. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνιδόσπερμον — και κνιδόσπερμα, τὸ (Α) σπόρος τού φυτού θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λιθό σπερμον, λινό σπερμον] … Dictionary of Greek
λαχανόσπερμον — λαχανόσπερμον, τὸ (Α) πάπ. σπόρος λαχάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λινό σπερμον, χορτό σπερμον] … Dictionary of Greek