λινό-σπερμα

λινό-σπερμα

λινό-σπερμα, ατος, τό, = Folgdm, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνιδόσπερμον — και κνιδόσπερμα, τὸ (Α) σπόρος τού φυτού θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λιθό σπερμον, λινό σπερμον] …   Dictionary of Greek

  • λαχανόσπερμον — λαχανόσπερμον, τὸ (Α) πάπ. σπόρος λαχάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λινό σπερμον, χορτό σπερμον] …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”