- λινό-στολος
λινό-στολος, in Leinwand gekleidet, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-στολος, in Leinwand gekleidet, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόστολος — ἱερόστολος, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια τών ιερών στολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολος (< στολή), πρβλ. λινό στολος, μελανό στολος] … Dictionary of Greek
καλόστολος — καλόστολος, ον (Μ) καλοκαμωμένος, με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. λινό στολος, μελανό στολος] … Dictionary of Greek
κυανόστολος — κυανόστολος, ον (Α) ντυμένος στα μαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ στολος, λινό στολος] … Dictionary of Greek
νεβριδόστολος — νεβριδόστολος, ον (Α) νεβριδόπεπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδος «δέρμα μικρού ελαφιού» + στολος (< στολή) πρβλ. λινό στολος] … Dictionary of Greek
πτωχόστολος — ον, Μ ντυμένος με φτωχική στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + στολος (< στολή), πρβλ. λινό στολος] … Dictionary of Greek
φιλόστολος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να στολίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στολος (< στολή), πρβλ. λινό στολος, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τής λ. φιλόστοργος] … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek