θιασώτης — member of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… … Dictionary of Greek
θιασώτης — ο οπαδός κάποιας ιδέας, φανατικός υποστηριχτής, θαυμαστής, λάτρης: Η άποψη αυτή έχει πολλούς θιασώτες. – Είμαι θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θιασωτῶν — θιασώτης member of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασῶται — θιασώτης member of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώταις — θιασώτης member of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτην — θιασώτης member of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτου — θιασώτης member of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτῃ — θιασώτης member of a masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] … Dictionary of Greek
θιασώτας — θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc acc pl θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)