θιασών

θιασών

θιασών, ῶνος, ὁ, Versammlungsort eines ϑίασος, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θιάσων — θίασος Bacchic revel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Γίντις — Γλωσσική διάλεκτος που ομιλείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ασκεναζίμ Εβραίων και γράφεται με εβραϊκούς χαρακτήρες. Στην αρχαιότερη φάση της αποτελούσε μία παραλλαγή της μεσαιωνικής γερμανικής γλώσσας με εβραϊκά και νεολατινικά λεξιλογικά… …   Dictionary of Greek

  • θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …   Dictionary of Greek

  • μπλουζ — Είδος αφροαμερικάνικου τραγουδιού που εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. και εξελίχτηκε στην αρχική του μορφή ως μ. της υπαίθρου (country blues) και αργότερα, κατά το τέλος του αιώνα, ως μ. της… …   Dictionary of Greek

  • περιοδεία — και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω] η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων») νεοελλ. φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων… …   Dictionary of Greek

  • τροχόσπιτο — το, Ν τεχνολ. 1. (παλαιότερα) τροχήλατη άμαξα που χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως μεταφορικό μέσο και κατοικία νομάδες, πλανόδιοι έμποροι, διευθυντές και καλλιτέχνες περιοδευόντων θιάσων και τσίρκων 2. (σήμερα) αυτοκινούμενο ή ρυμουλκούμενο… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊσταί — Μέλη των τοπικών θρησκευτικών θιάσων, που ήταν αφιερωμένοι στη θεά Αθηνά …   Dictionary of Greek

  • Αρνιωτάκης, Μιχαήλ — (1841 – 1910).Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διορίστηκε υπογραμματέας στο ειρηνοδικείο της Αθήνας, θέση που εγκατέλειψε το 1865, ύστερα από παρότρυνση του θιασάρχη Π. Σούτσα να εργαστεί ως τακτικός ηθοποιός στον …   Dictionary of Greek

  • Αυλωνίτης, Βασίλης — (1904 1970). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στο έργο Ερωτικές γκάφες. Έπαιξε επίσης με τον θίασο Ζάχου Θάνου στο Κορίτσι της γειτονιάς και σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το νούμερο Εσπεράντο στην… …   Dictionary of Greek

  • ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”