θιασίτης

θιασίτης

θιασίτης, , = ϑιασώτης, Poll. 6, 8; nach Moeris hellenistisch; Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θιασίτης — θιασίτης, ὁ, θηλ. θιασῑτις (Α) [θίασος] επιγρ. θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου …   Dictionary of Greek

  • θιασίτας — θιασίτᾱς , θιασίτης masc acc pl θιασίτᾱς , θιασίτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …   Dictionary of Greek

  • θιασιτικός — θιασιτικός, ή, όν (Α) (θιασίτης] επιγρ. αυτός που ανήκει σε θρησκευτικό θίασο («θιασιτικά χρήματα») …   Dictionary of Greek

  • συνθιασίτης — ὁ, θηλ. συνθιασῑτις, ίτιδος, Α αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θιασίτης «θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՊԱՐԱՐԿ — (արկք) NBH 1 0328 Chronological Sequence: 6c ա.գ. θιασίτης, θιασιῶται thiasos agitans, sodales bacchantes Պարարկու առաջի Այ եւ ըստ հեթանոսաց՝ պարաւորք դիոնիսեայ չաստուծոյն արբեցութեանց *Որք մտացն են աստուծապարարկք, եւ որք զգայուեանցն. Փիլ. բագն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”