- θιασ-άρχης
θιασ-άρχης, ὁ, Vorsteher, Anführer eines ϑίασος, Luc. Peregr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασ-άρχης, ὁ, Vorsteher, Anführer eines ϑίασος, Luc. Peregr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκναρχώ — έω, Μ είμαι ο κύριος τών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + αρχῶ (< άρχης*), πρβλ. θιασ αρχώ] … Dictionary of Greek